Η χημεία αποφασίζει ποιον θα ερωτευτούμε. Η επιστήμη είναι ξεκάθαρη

Υπάρχει μια σαφής διάκριση ανάμεσα στον έρωτα και την αγάπη. Πολλοί θα διαφωνήσουν, όμως -ευτυχώς- η επιστήμη είναι ξεκάθαρη. Ένας λειτουργικός ορισμός για την αγάπη θα ήταν ο εξής: “Αγάπη είναι η ικανότητα κι η προθυμία να επιτρέπουμε σ’ αυτούς που μας ενδιαφέρουν να είναι αυτό που διάλεξαν να είναι, χωρίς την απαίτηση να μας ικανοποιήσουν” (Wayne Dyer). Ο έρωτας, από την άλλη -που πολλοί συγχέουν με την αγάπη- δεν είναι κάτι περισσότερο από μια έμμονη ιδέα, μια εξάρτηση, μια ανάγκη, μια παρόρμηση, μια ομοιοστατική ανισορροπία. Σε καταλαμβάνει και νιώθεις πως κάποιος έχει κατασκηνώσει στο κεφάλι σου, χάνοντας την αίσθηση του εαυτού σου. Τι μας κάνει να ερωτευόμαστε; Προφανώς, το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει είναι η πρωταρχική αιτία. Όμως, έχετε αναρωτηθεί ποτέ, πώς μια εξωτερική δύναμη μπορεί να έχει την επιρροή να το προκαλέσει τόσο έντονα και ανεξέλεγκτα; Υπάρχουν πολλοί χημικοί(!) παράγοντες πίσω από την έλξη και τον έρωτα. Η εμφάνιση είναι το πρώτο -κυριολεκτικά- κριτήριο. Ως ανθρώπινα όντα τείνουμε να ψάχνουμε συμμετρία και συγκεκριμένες αναλογίες μεταξύ των χαρακτηριστικών του προσώπου. Η κοινωνική τάξη είναι, σίγουρα, ένα δεύτερο. Ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο είναι μεγαλωμένος κάποιος, οι αρχές και οι ηθικές του αξίες, καθώς και το επίπεδο ευφυΐας, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την απόφασή μας, όσον αφορά το άτομο που θα ερωτευτούμε. Ωστόσο, δεν είναι οι μόνοι παράγοντες. Η χημεία -κυριολεκτικά η ίδια η χημεία- παίζει τεράστιο ρόλο στο ποιον αποφασίζουμε να ερωτευτούμε ή όχι και συγκεκριμένα τέσσερις χημικές ουσίες στον εγκέφαλο: η ντοπαμίνη, τα οιστρογόνα, η σεροτονίνη και η τεστοστερόνη. Η ντοπαμίνη είναι ένα φυσικό διεγερτικό που σχετίζεται με τις επιθυμίες, τα κίνητρα, την εστίαση και τον πόθο. Συμμετέχει ενεργά στα συστήματα του εγκέφαλου που σχετίζονται με πράξεις που γίνονται για ένα σκοπό, καθώς και στη συμπεριφορά αναζήτησης ευχαρίστησης και ανταμοιβής. Είναι ο λόγος που οι ναρκομανείς εθίζονται στα ναρκωτικά. Να σημειωθεί πως τα ναρκωτικά που αυξάνουν πολύ τα επίπεδα ντοπαμίνης, όπως είναι οι αμφεταμίνες και η κοκαΐνη μπορεί να προκαλέσουν ψύχωση, κάτι που λίγο πολύ συμβαίνει και στον έρωτα. Τα οιστρογόνα και η τεστοστερόνη είναι οι ορμόνες που μας προκαλούν σεξουαλική επιθυμία. Τέλος, η σεροτονίνη βοηθά στη ρύθμιση της διάθεσής μας, μιας και είναι ο νευροδιαβιβαστής που ευθύνεται για την -έμμονη- σκέψη και συμπεριφορά. Φυσικά, υπάρχουν πολλές άλλες χημικές ουσίες που είναι σε υπερδιέγερση όταν είμαστε ερωτευμένοι, όμως οι παραπάνω φαίνεται να παίζουν το μεγαλύτερο ρόλο. Το ερώτημα τώρα είναι: Γιατί ερωτευόμαστε ένα άτομο και όχι κάποιο άλλο; Σύμφωνα με την ανθρωπολόγο Helen Fisher, η βιολογία μας έλκει προς κάποια άτομα, αντί για κάποια άλλα και εξαρτάται από το βαθμό που εκφράζουμε τις τέσσερις χημικές ουσίες που αναφέραμε. Κατανοώντας το γιατί νιώθεις αυτό που νιώθεις, έχοντας δηλαδή (εν)συναίσθηση του συναισθήματος και εν συνεχεία το λόγο που επέλεξες το συγκεκριμένο άτομο, σε βοηθάει όχι μόνο να καταλάβεις περισσότερο τον εαυτό σου, αλλά και να μάθεις ποιος είναι αυτός που κινητοποιεί το σύστημα επιβράβευσης του εγκεφάλου σου. Οι επιλογές για να συνάψεις μια σχέση είναι πολλές, όμως οι πιθανότητες “συμβατότητας” ελάχιστες. Και επειδή ο δειγματισμός είναι για ρούχα και όχι για ανθρώπους, καλό θα ήταν να είμαστε οργανωμένες προσωπικότητες και να συνειδητοποιούμε εγκαίρως αν κάποιος “μας κάνει” ή όχι. Όσο περισσότερο καταλάβουμε τη λειτουργία αυτών των χημικών ουσιών μέσα μας, όταν ερωτευόμαστε, τόσο πιο σταθεροί θα γίνουμε όταν αγαπήσουμε. Ο έρωτας είναι σπουδαίος, αλλά επειδή βασίζεται σε χημικές ουσίες, μπορεί να εξασθενίσει μαζί με αυτές και εν τέλει να σβήσει οριστικά και αμετάκλητα. Μια ρεαλιστική προσέγγιση στον ρομαντισμό δε βλάπτει. Ο έρωτας μπορεί να είναι έντονος, αλλά η αγάπη κερδίζει στη διάρκεια. Ας τα διαφοροποιήσουμε, ώστε οι προσδοκίες μας απέναντί τους να είναι ισορροπημένες και βιώσιμες.

Via

Νεότερη Παλαιότερη
Bookmark and Share