Η παιδική αμνησία όπως την αποκαλούν είναι ένα θέμα που κατά καιρούς έχει απασχολήσει πολλούς επιστήμονες...
οι οποίοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αυτό. Να μην θυμόμαστε δηλαδή καθόλου, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Ο πρώτος που προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα αυτό ήταν ο
Sigmund Freud. Ο Freud μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες επεξήγησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θυμόμαστε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας επειδή εκείνες οι εμπειρίες είναι τρομακτικές για ένα πλασματάκι που μόλις έχει γεννηθεί και ο εγκέφαλος του αν και τις καταγράφει, τις καταχωνιάζει και δεν τις ανασύρει ποτέ. Αργότερα και όταν η ιατρική προχώρησε οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ανατομικός είναι ο λόγος που δεν θυμόμαστε την πρώιμη παιδική μας ηλικία καθώς το νευρικό σύστημα ενός μωρού δεν είναι ακόμη πλήρως αναπτυγμένο για να μπορεί να δέχεται και να αφομοιώνει μνήμες και ερεθίσματα. Τα μέρη του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη συνειδητή μνήμη, όπως ο Ιππόκαμπος και ο Προμετωπιαίος λωβός, δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένα πριν το 3ο ή 4ο έτος. Η τελευταία επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Child Development έγινε πριν από 3 χρόνια. Εκατόν πενήντα παιδιά από 3 μέχρι 13 ετών έπρεπε να περιγράψουν τις 3 παλαιότερες αναμνήσεις που είχαν στο μυαλό τους. Στη συνέχεια οι γονείς επιβεβαίωσαν τα γεγονότα. Πέρασαν 2 χρόνια και τα ίδια παιδιά που είχαν μεγαλώσει κλήθηκαν πάλι να απαντήσουν στο ίδιο ερώτημα. Οι απαντήσεις τους όμως διέφεραν από τις αρχικές. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα μικρότερα από τα παιδιά (που τώρα είχαν γίνει 5 ετών) μπορούσαν με μεγαλύτερη ευκολία από τα μεγαλύτερα να ανακαλέσουν τις αναμνήσεις τους από την πρώιμη παιδική ηλικία. Όσο μεγαλύτερα ήταν τα παιδιά τόσο πιο δύσκολα θυμόντουσαν. Το συμπέρασμα ήταν ότι η μνήμη είναι κάτι το ζωντανό που αλλάζει και αυξάνεται όσο το παιδί μεγαλώνει. Οι επιστήμονες επίσης συμφώνησαν ότι αν και δεν θυμούνται την πρώιμη ηλικία τους, τα παιδιά την έχουν καταγεγραμμένη σε ασυνείδητο επίπεδο.
Via
οι οποίοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αυτό. Να μην θυμόμαστε δηλαδή καθόλου, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Ο πρώτος που προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα αυτό ήταν ο
Sigmund Freud. Ο Freud μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες επεξήγησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θυμόμαστε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας επειδή εκείνες οι εμπειρίες είναι τρομακτικές για ένα πλασματάκι που μόλις έχει γεννηθεί και ο εγκέφαλος του αν και τις καταγράφει, τις καταχωνιάζει και δεν τις ανασύρει ποτέ. Αργότερα και όταν η ιατρική προχώρησε οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ανατομικός είναι ο λόγος που δεν θυμόμαστε την πρώιμη παιδική μας ηλικία καθώς το νευρικό σύστημα ενός μωρού δεν είναι ακόμη πλήρως αναπτυγμένο για να μπορεί να δέχεται και να αφομοιώνει μνήμες και ερεθίσματα. Τα μέρη του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη συνειδητή μνήμη, όπως ο Ιππόκαμπος και ο Προμετωπιαίος λωβός, δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένα πριν το 3ο ή 4ο έτος. Η τελευταία επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Child Development έγινε πριν από 3 χρόνια. Εκατόν πενήντα παιδιά από 3 μέχρι 13 ετών έπρεπε να περιγράψουν τις 3 παλαιότερες αναμνήσεις που είχαν στο μυαλό τους. Στη συνέχεια οι γονείς επιβεβαίωσαν τα γεγονότα. Πέρασαν 2 χρόνια και τα ίδια παιδιά που είχαν μεγαλώσει κλήθηκαν πάλι να απαντήσουν στο ίδιο ερώτημα. Οι απαντήσεις τους όμως διέφεραν από τις αρχικές. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα μικρότερα από τα παιδιά (που τώρα είχαν γίνει 5 ετών) μπορούσαν με μεγαλύτερη ευκολία από τα μεγαλύτερα να ανακαλέσουν τις αναμνήσεις τους από την πρώιμη παιδική ηλικία. Όσο μεγαλύτερα ήταν τα παιδιά τόσο πιο δύσκολα θυμόντουσαν. Το συμπέρασμα ήταν ότι η μνήμη είναι κάτι το ζωντανό που αλλάζει και αυξάνεται όσο το παιδί μεγαλώνει. Οι επιστήμονες επίσης συμφώνησαν ότι αν και δεν θυμούνται την πρώιμη ηλικία τους, τα παιδιά την έχουν καταγεγραμμένη σε ασυνείδητο επίπεδο.
Via